Υπηρεσίες
Ακολουθώντας την προσέγγιση της συστημικής ψυχοθεραπείας και συμβουλευτικής, σύμφωνα με την οποία οι ψυχολογικές δυσκολίες κατανοούνται στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων, παρέχονται οι παρακάτω υπηρεσίες
Κλείστε ραντεβούΑκολουθώντας την προσέγγιση της συστημικής ψυχοθεραπείας και συμβουλευτικής, σύμφωνα με την οποία οι ψυχολογικές δυσκολίες κατανοούνται στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων, παρέχονται οι παρακάτω υπηρεσίες
Κλείστε ραντεβούΜερικές από τις ερωτήσεις που συχνά ρωτούν όσοι ενδιαφέρονται να επισκεφτούν έναν ψυχολόγο είναι οι παρακάτω
Οι ειδικοί που ασχολούνται με ζητήματα ψυχικής υγείας είναι πολλοί και είναι αρκετά πιθανό να μπερδευτούμε μέχρι να αποφασίσουμε σε ποιον πρέπει να απευθυνθούμε. Ας δούμε τι κάνει ο καθένας. Ο ψυχίατρος είναι γιατρός με ειδίκευση στην ψυχιατρική, έχει εκπαιδευτεί στη διάγνωση και θεραπεία ψυχικών διαταραχών με τη χορήγηση φαρμάκων. Ο ψυχολόγος είναι απόφοιτος Τμήματος Ψυχολογίας, που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και χρησιμοποιεί διαλεκτικές μεθόδους για την ανακούφιση των δυσκολιών του ατόμου. Ο ψυχοθεραπευτής μπορεί να είναι είτε ψυχίατρος, είτε ψυχολόγος, είτε κάποιος άλλος επαγγελματίας ψυχικής υγείας π.χ. κοινωνικός λειτουργός, νοσηλευτής κ.τ.λ. που έχει εκπαιδευτεί σε κάποιο από τα πολλά είδη ψυχοθεραπείας που υπάρχουν.
Η συστημική ψυχοθεραπεία εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1950 με την προσαρμογή της γενικής θεωρίας των συστημάτων (von Bertalanffy, 1950) στα ανθρώπινα συστήματα, από την ανάγκη ορισμένων θεραπευτών της εποχής να δουλέψουν με οικογένειες. Στην πορεία των χρόνων εξελίχθηκε ως ένα σύνολο μοντέλων που έχουν ως κοινό σημείο την ιδέα της κατανόησης των ψυχολογικών δυσκολιών στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων.
Το άτομο, η οικογένεια και κάθε κοινωνική ομάδα αντιμετωπίζονται ως ένα ζωντανό σύστημα με εσωτερικές λειτουργίες που συνδέονται μεταξύ τους και ταυτόχρονα βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον μέσω επικοινωνιακών διαδικασιών. Επιπλέον, καθώς το χαρακτηριστικό των ζωντανών συστημάτων είναι η αλλαγή, η προσοχή στρέφεται στους τρόπους με τους οποίους επέρχεται η αλλαγή.
Η συστημική ψυχοθεραπεία και συμβουλευτική θέτει στο επίκεντρο της θεραπευτικής διαδικασίας την παραγωγή διαφορών σε επικοινωνιακό επίπεδο και την εισαγωγή νέων πληροφοριών ως μέσο για την αλλαγή του συστήματος. Στόχος είναι να δημιουργηθεί χώρος για ένα είδος αναστοχαστικής επικοινωνίας μεταξύ των συμμετεχόντων που θα επιτρέψει την ανάδυση νέων οπτικών και νοημάτων σε σχέση με το πρόβλημα του πελάτη και τις δυνατότητες επίλυσής του.
Η συστημική ψυχοθεραπεία μπορεί να διεξαχθεί σε διάφορα πλαίσια όπως ατομική συστημική θεραπεία, συστημική θεραπεία ζευγαριών, συστημική οικογενειακή θεραπεία, συστημική ομαδική θεραπεία.
Η απόφαση να επισκεφτούμε έναν ειδικό, ιδιαίτερα όταν είναι η πρώτη φορά, δεν έρχεται εύκολα. Συνήθως υπάρχει μία περίοδος που αντιλαμβανόμαστε ότι κάτι μας δυσκολεύει χωρίς να το συζητάμε ιδιαίτερα. Αν η δυσκολία παραμένει, μιλάμε σε κάποιο μέλος της οικογένειας μας ή σε κάποιον φίλο γι’ αυτό που μπορεί να βιώνουμε και ενδεχομένως ούτε αυτό να είναι αρκετό για να νιώσουμε καλύτερα. Μία καλή ένδειξη ότι ήρθε η ώρα να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό είναι ότι η δυσκολία που μας ταλαιπωρεί, επιμένει και αποτελεί εμπόδιο σε έναν ή περισσότερους τομείς της καθημερινής μας ζωής.
Αρχικά εξετάζοντας τα τυπικά προσόντα του, όπως οι σπουδές του και το να είναι κάτοχος άδειας ασκήσεως επαγγέλματος. Σημαντικό προσόν για έναν ψυχολόγο είναι το να έχει εκπαιδευτεί σε συγκεκριμένη ψυχοθεραπευτική μέθοδο, που σημαίνει ότι διαθέτει μία ποικιλία τεχνικών για να βοηθήσει τον πελάτη του, έχει εξετάσει προσωπικά του ζητήματα που θα μπορούσαν να εμπλακούν στη θεραπευτική διαδικασία και λαμβάνει εποπτική υποστήριξη.
Πέρα όμως από τα τυπικά του προσόντα, σημασία έχει το πώς νιώθουμε μαζί του, πώς είναι η μεταξύ μας επικοινωνία. Ποια είναι η αίσθησή μου για τον άνθρωπο που έχω απέναντί μου; Μου ταιριάζει για να σχετιστώ μαζί του; Νιώθω άνετα για να του μιλήσω για όσα με απασχολούν; Όπως συμβαίνει σε όλες τις σχέσεις, δεν ταιριάζουν όλοι με όλους και ίσως χρειαστεί να συναντήσουμε περισσότερους από έναν ψυχολόγους μέχρι να βρούμε αυτόν που μας ταιριάζει. Το πώς νιώθουμε με τον θεραπευτή επηρεάζει τη θεραπευτική σχέση, που είναι από τα πιο βασικά σημεία της διαδικασίας.
Αυτή είναι μια συνηθισμένη ανησυχία για όλους μας, που όμως δεν θα έπρεπε να μας προβληματίζει. Ο επαγγελματίας ψυχολόγος δεσμεύεται από τον κώδικα δεοντολογίας να τηρεί το απόρρητο, τόσο για το γεγονός καθεαυτό της συνάντησης, όσο και για το περιεχόμενο της συζήτησης μαζί του. Αυτή η τυπική δέσμευση εξασφαλίζει ένα ουσιαστικό πλαίσιο εμπιστοσύνης, απαραίτητο για κάθε θεραπευτική διαδικασία.
Ξεπεράσαμε τις αναστολές μας και ετοιμαζόμαστε για την πρώτη μας συνάντηση με τον ψυχολόγο. Η αρχική επαφή είναι διερευνητική και για τις δύο πλευρές. Συνήθως πρόκειται για μία συζήτηση που επικεντρώνεται στη διερεύνηση του αιτήματος μας, δηλαδή στο να προσδιοριστούν οι βαθύτερες δυσκολίες μας και οι στόχοι της θεραπευτικής διαδικασίας. Επιπλέον, προσδιορίζονται οι όροι της συνεργασίας και σε αυτό το πλαίσιο είναι καλό να λύσουμε όποιες απορίες έχουμε ή να ζητήσουμε επιπλέον πληροφορίες για τη διαδικασία. Αν συμφωνούν και οι δύο πλευρές, προχωρά η συνεργασία και ορίζεται επόμενη συνάντηση.
Ο αριθμός των συνεδριών που απαιτούνται εξαρτάται από το αίτημα που έχουμε, τους θεραπευτικούς στόχους που έχουμε θέσει με τον ψυχολόγο μας και την πορεία της θεραπευτικής διαδικασίας. Συνήθως δεν υπάρχει συγκεκριμένος αριθμός συναντήσεων, αλλά καθορίζεται από τις ιδιαίτερες ανάγκες και συνθήκες ζωής του κάθε ανθρώπου.
Το ίδιο ισχύει και για τη συχνότητα των συναντήσεων, που αποφασίζεται από κοινού με τον ψυχολόγο μας. Συνηθίζεται να γίνονται συναντήσεις μία φορά την εβδομάδα, που διαρκούν περίπου μία ώρα, ωστόσο και η συχνότητα μπορεί να καθοριστεί με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες και συνθήκες ζωής του καθενός από εμάς.
Όπως δεν μπορεί να προκαθοριστεί ο αριθμός και η συχνότητα των συναντήσεων, έτσι δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κάποιος πότε ολοκληρώνεται η θεραπεία. Πρόκειται για μια ανοικτή διαδικασία που συνδιαμορφώνεται από τον πελάτη και τον θεραπευτή και που επιτρέπει την επαναδιαπραγμάτευση είτε του αιτήματος ή των θεραπευτικών στόχων, είτε των όρων της συνεργασίας των δύο πλευρών. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας συνδέεται με το πώς εμείς νιώθουμε και αν θεωρούμε ότι έχει καλυφθεί η ανάγκη μας για θεραπεία ή είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε καλύτερα όσα μας δυσκολεύουν.